Το κεφάλαιο «συντήρηση των καλλυντικών» άνοιξε πολύ
πρόσφατα, µόλις µετά το 1950, για την επιστηµονική έρευνα στην
κοσµετολογία. Η διατήρηση των καλλυντικών κατά την αποθήκευσή τους αλλά
και κατά το διάστηµα της χρήσης τους από τον καταναλωτή, καθώς και ο
κίνδυνος επιµόλυνσής τους από µικροοργανισµούς, έγιναν το επίκεντρο της
έρευνας αποδεικνύοντας µια τάση για ταύτιση της οµορφιάς µε την υγεία.
Για πολλά χρόνια τα parabens αποτελούσαν επανάσταση στον τοµέα των
συντηρητικών στην κοσµετολογία. Πολλές από τις αποδεδειγµένες ιδιότητές
τους το δικαιολογούν απόλυτα. Τι έγινε όµως και τα τελευταία χρόνια τα
πρώην αγαπηµένα parabens στοχοποιήθηκαν σε τέτοιο βαθµό, ώστε η µη χρήση
τους να αποτελεί αντικείµενο διαφήµισης και προσόν για ένα καλλυντικό;
Συχνά βλέπουµε τυπωµένο πάνω στη συσκευασία των
καλλυντικών το µήνυµα «χωρίς parabens» και οι υποψιασµένοι πια και
ενηµερωµένοι καταναλωτές προσέχουν ιδιαίτερα την περιεκτικότητα σε
συντηρητικά καθώς και ποιο συντηρητικό επιλέγεται. Τα τελευταία χρόνια η
χρήση φυσικών συντηρητικών τείνει να γίνει κυρίαρχη και τα χηµικά
συντηρητικά χάνουν συνεχώς έδαφος.
Ποιες είναι οι ιδιότητες των parabens, που για πολλά
χρόνια τους χάρισαν κυρίαρχη θέση στην κοσµετολογία και ποιες οι
τελευταίες ανακαλύψεις που τα ενοχοποιούν ώστε να µετατραπεί η αγάπη σε
µίσος;
Πρόκειται για ένα σοβαρό ζήτηµα και η προσπάθεια να
ξεκαθαριστεί απαιτεί µια ιστορική αναδροµή για τη χρήση συντηρητικών στα
καλλυντικά από τότε που πρωτο-δηµιουργήθηκαν µέχρι σήµερα.
Συντηρητικά καλλυντικών - ιστορική αναδροµή
Η χρήση καλλυντικών χαρακτηρίζει το ανθρώπινο είδος.
Πάνω από 4000 χρόνια οι άνθρωποι χρησιµοποιούν καλλυντικά για
αισθητικούς ή τελετουργικούς λόγους, πολλές φορές δε και για
θεραπευτικούς. Παράλληλη είναι και η ιστορία των συντηρητικών. Οι
αρχαίοι Σουµέριοι, οι Βαβυλώνιοι και οι Αιγύπτιοι χρησιµοποιούσαν το µαλαχίτη,
ουσία µε χαρακτηριστικό πράσινο χρώµα, η οποία εµφανίζει αντιµικροβιακή
δράση και θεωρείται ως το πρώτο χρησιµοποιούµενο συντηρητικό στην
ιστορία της κοσµετολογίας.
Είναι περίεργο αλλά µέχρι το 1950 δεν δόθηκε
ιδιαίτερη έµφαση στη µικροβιακή µόλυνση των καλλυντικών. Στις δεκαετίες
του ’60 και του ’70, µετά από ενδελεχή έλεγχο των καλλυντικών που
κυκλοφορούσαν στο εµπόριο, η πανίσχυρη αµερικανική Επιτροπή Τροφίµων και
Φαρµάκων (Food and Drug Administration - FDA) κατάφερε να περιορίσει σε
πολύ χαµηλά και µονοψήφια ποσοστά τα εµπορικώς διαθέσιµα καλλυντικά που
εµφάνιζαν µικροβιακή αλλοίωση.
Με σκοπό να εξασφαλιστεί ότι τα προϊόντα προσωπικής
φροντίδας είχαν έναν ικανοποιητικό βαθµό συντήρησης, πολλοί παραγωγοί
καλλυντικών θεωρούσαν σκόπιµο να προσθέτουν έστω και µια µικρή περίσσεια
συντηρητικών. Κάτι τέτοιο εξασφάλιζε τη συντήρηση του προϊόντος, αλλά
όχι απαραίτητα και την υγεία του χρήστη. Το αποτέλεσµα ήταν γενικά υψηλά
επίπεδα συντηρητικών στο προϊόν, τα οποία όµως µπορούσαν να έχουν
αρνητικές επιπτώσεις για το δέρµα.
Σε µια µελέτη µε αντικείµενο τις δυσµενείς επιπτώσεις
των καλλυντικών προϊόντων, η οποία πραγµατοποιήθηκε για λογαριασµό του
FDA κατά τη διάρκεια των ετών 1977-1980, τα συντηρητικά συστατικά ως
οµάδα θεωρήθηκαν τα δεύτερα σε επικινδυνότητα, µετά τα αρώµατα, για
πρόκληση δερµατικών αντιδράσεων. Τέτοιου είδους µελέτες είναι υπεύθυνες
σε ένα µεγάλο βαθµό για την εισαγωγή των βασικών ρυθµιστικών κανόνων
όσον αφορά την αξιολόγηση των συστατικών των καλλυντικών γενικότερα.
Στην Ευρωπαϊκή Ένωση ιδρύθηκε το 1978 η Επιστηµονική
Επιτροπή Κοσµετολογίας (SCC) προκειµένου να βοηθήσει τις ευρωπαϊκές
χώρες-µέλη στην εφαρµογή της σχετικής κοινοτικής οδηγίας 76/768/EEC, η
οποία ρυθµίζει την παραγωγή και πώληση καλλυντικών προϊόντων.
Το 1982 η SCC εισήγαγε τους κανόνες για τον έλεγχο
των συστατικών των καλλυντικών µε σκοπό την εξασφάλιση ασφαλών συνθηκών
χρήσης από τους καταναλωτές. Οι κανόνες αυτοί, που επαναπροσδιορίστηκαν
το 1990, καθορίζουν τις τοξικολογικές µελέτες και τις διαδικασίες
ελέγχου που είναι πλέον προαπαιτούµενες για την ασφαλή αξιολόγηση των
συστατικών των καλλυντικών. Η λίστα Annex VI αυτής της κοινοτικής
οδηγίας είναι µια θετική λίστα συντηρητικών για τα οποία βρέθηκε ότι
ικανοποιούν τις παραπάνω καθορισµένες απαιτήσεις. Η λίστα, η οποία
δηµοσιεύθηκε το 1986, περιέχει 51 συντηρητικά καλλυντικών που
επιτρέπονται υπό οριοθετηµένες συγκεντρώσεις και υπό συγκεκριµένους
περιορισµούς στη χρήση. Επιπροσθέτως, η λίστα αυτή περιέχει 3 επιπλέον
συντηρητικά, τα οποία επιτρέπονται προσωρινά.
Η γνώση σχετικά µε τη χρήση των συντηρητικών έχει
κάνει σηµαντικές προόδους τα τελευταία 25 χρόνια, ώστε να διασφαλίζεται η
σωστή λειτουργία των συντηρητικών χωρίς να εκτίθεται σε κίνδυνο η υγεία
του καταναλωτή. Επιπροσθέτως, αν και το τέλειο συντηρητικό δεν έχει
υπάρξει έως τώρα, είναι δυνατό να το προσεγγίσουµε µε τη χρήση είτε του
κατάλληλου τύπου για κάθε εφαρµογή είτε µειγµάτων που δίνουν ένα
ευρύτερο φάσµα δραστικότητας.
Καθώς η Ευρωπαϊκή Ένωση προχωρά παράλληλα και προς τη
µείωση των πειραµάτων που γίνονται σε ζώα, υπάρχει η ελπίδα και η
πρόκληση της κατανόησης των τοξικών µηχανισµών in vivo.
Η χρήση της σχέσης της χηµικής δοµής µε τη βιολογική
και τοξικολογική δραστικότητα των µορίων αυτών (των συντηρητικών) θα
φωτίσει διαφορετικά τους παραπάνω µηχανισµούς και θα οδηγήσει σε ακόµη
ασφαλέστερα προϊόντα για τον τελικό καταναλωτή.
Parabens
Τα parabens και τα παράγωγά τους παίζουν σήµερα
κυρίαρχο ρόλο στη συντήρηση των καλλυντικών. Τα parabens
χρησιµοποιήθηκαν ως συντηρητικά φαρµακευτικών σκευασµάτων στα µέσα του
1920 και κατόπιν χρησιµοποιήθηκαν τόσο για τη συντήρηση των τροφίµων όσο
και για τη συντήρηση των καλλυντικών. Το 1981 ο FDA κατέγραψε την
παρουσία τους σε περισσότερα των 13.200 προϊόντων.
Ιδιότητες των parabens
Η µέχρι σήµερα δηµοφιλής χρήση των parabens στα
καλλυντικά προϊόντα σχετίζεται µε µια σειρά ιδιοτήτων που εµφανίζουν τα
µόρια αυτά. Αυτές είναι:
• το ευρύ φάσµα δραστικότητάς τους έναντι µεγάλου αριθµού µικροοργανισµών
• η παγκόσµια νοµοθετική αποδοχή τους
• η µεγάλη βιο-αποικοδοµησιµότητά τους
• το χαµηλό τους κόστος.
Επιπλέον, η άριστη χηµική τους σταθερότητα σε µεγάλο
εύρος τιµών pH (δραστικά µεταξύ των τιµών 4,5-7,5) και στη µεταβολή της
θερµοκρασίας είναι µια ιδιότητα που τους εξασφαλίζει να µη χάνουν
σηµαντικό µέρος της αντιµικροβιακής τους δράσης ως αποτέλεσµα υδρόλυσης.
Οι χηµικές δοµές όλων των parabens είναι ίδιες, εκτός
από το µέγεθος της αλκυλικής αλυσίδας που περιέχουν στο µόριό τους. Μια
σειρά ιδιοτήτων των µορίων αυτών είναι συνάρτηση του µεγέθους της
αλκυλικής αλυσίδας. Συγκεκριµένα, µε την αύξηση του µεγέθους της
αλκυλικής αλυσίδας, αυξάνει και η αντιµικροβιακή δραστικότητα των ουσιών
αυτών.
Μια επίσης πολύ βασική ιδιότητα των µορίων αυτών
είναι η διαλυτότητά τους. Όσο µεγαλύτερο είναι το µέγεθος της αλκυλικής
αλυσίδας, τόσο µειώνεται η διαλυτότητα των µορίων στο νερό, αφού αυξάνει
ο υδρόφοβος χαρακτήρας του µορίου. Ταυτόχρονα όµως αυξάνεται ο
λιπόφιλος χαρακτήρας µε αποτέλεσµα σε λιπαρές φάσεις να αυξάνεται η
διαλυτότητά τους.
Η ποικιλία δοµών των parabens µε διαφορετικές
πλευρικές αλυσίδες µπορεί να καλύψει τις ανάγκες συντήρησης ενός µεγάλου
εύρους διφασικών προϊόντων. Αν αναλογιστούµε πως η µικροβιακή µόλυνση
λαµβάνει γενικά χώρα σε υδατικές φάσεις των o/w προϊόντων, οι φάσεις
αυτές απαιτούν µεγαλύτερη ποσότητα συντηρητικού. Για το λόγο αυτό, τα
µικρής αλκυλικής αλυσίδας µέλη της οµόλογης σειράς προτιµώνται για
σχηµατισµούς τέτοιων προϊόντων.
Επίσης, πολλές φορές αναζητούνται και βρίσκονται
συνδυασµοί 2 ή και περισσότερων parabens µε διαφορετική διαλυτότητα,
ώστε τελικά να αυξηθεί ο χρόνος ζωής του προϊόντος µε ταυτόχρονη
θεαµατική µείωση της µικροβιακής µόλυνσης.
Η τοξικολογία των parabens
Στο πρόσφατο παρελθόν, η τοξικολογία των parabens
αναθεωρήθηκε στην E.E. και τις Η.Π.Α. Σύµφωνα µε την αναθεώρηση αυτή,
συνεχίστηκε µεν η χρήση τους στη συντήρηση των τροφίµων, αλλά
επαναπροσδιορίστηκαν τα όρια για την ασφαλή τους χρήση (όριο στα
τρόφιµα: 0,1%w/w για methyl- και propyl- paraben). Η καθηµερινή ηµερήσια
δόση σε parabens στα τρόφιµα καθορίστηκε στα 1-16mg/kg για τα βρέφη και
4-6mg/kg για άτοµα άνω των δύο ετών.
Στα φαρµακευτικά προϊόντα η µέγιστη περιεκτικότητα σε
parabens σπάνια περνά το 1%w/w. Στα καλλυντικά, σύµφωνα µε την
ευρωπαϊκή οδηγία 76/768/EEC, επιτρέπεται η συντήρηση των καλλυντικών
προϊόντων µε MP, EP, PP και BP (είδη parabens) σε µέγιστη συνολική
συγκέντρωση του χρησιµοποιούµενου συνδυασµού µέχρι και 0,8%w/w.
Τα parabens συντηρούν λίπη και έλαια, πρωτεΐνες,
σαµπουάν και conditioners, προϊόντα προστασίας δέρµατος (καθαρισµού και
ενυδάτωσης), αρώµατα, σαπούνια, make-up, αντηλιακά προϊόντα κ.ά.
Προϊόντα που περιέχουν parabens µπορούν να χρησιµοποιούνται για
διάφορα µέρη του σώµατος, τόσο περιστασιακά όσο και σε καθηµερινή βάση.
Στη δεύτερη µάλιστα περίπτωση, η συχνότητα και η διάρκεια της εφαρµογής
(και κατά συνέπεια και η έκθεση του δέρµατος στα µόρια αυτά) µπορεί να
είναι µεγάλες και διαρκείς.
Τίθεται λοιπόν το ερώτηµα αν και κατά πόσο τα
parabens µπορούν να εισχωρήσουν στο δέρµα και ποιες συνέπειες µπορεί να
έχει µια τέτοια διείσδυση.
Η ικανότητα των parabens να διαπερνούν την κεράτινη
στοιβάδα του δέρµατος αυξάνει µε την αύξηση του λιπόφιλου χαρακτήρα του
µορίου, συνεπώς αυξάνει µε την αύξηση του µήκους της πλευρικής αλυσίδας.
Ωστόσο, και ο ίδιος ο µεταβολισµός του δέρµατος µπορεί να συνεισφέρει
θετικά σε µια παθητική διάχυση των parabens σε αυτό.
Ο βαθµός διείσδυσης των parabens στο δέρµα
επηρεάζεται σηµαντικά και από άλλες ουσίες που χρησιµοποιούνται στα
καλλυντικά αλλά και από τον τρόπο παρασκευής του προϊόντος.
Δοκιµές που πραγµατοποιήθηκαν σε ζώα δείχνουν ότι σε
γενικές γραµµές τα parabens εισέρχονται και εξέρχονται από τις
µεταβολικές πορείες ταχύτατα. Σε αυτές τις εργασίες δηµοσιεύεται ότι το
µεγαλύτερο µέρος αποβάλλεται από τα ούρα, κυρίως ως p-υδροξυ-βενζοϊκό
οξύ, µετά από 72 περίπου ώρες από την έκθεση.
Θα πρέπει να σηµειωθεί ότι οι ρυθµοί του µεταβολισµού
και της απόσπασης των parabens σε ένα ζωντανό οργανισµό εξαρτώνται τόσο
από τη δόση και τη βιοχηµική πορεία όσο προφανώς και από το είδος του
εξεταζόµενου οργανισµού.
Τα τελευταία χρόνια πληθαίνουν οι µελέτες σχετικά µε
τον οιστρογονικό χαρακτήρα των parabens, µε σκοπό να διερευνηθεί αν και
κατά πόσο οι ουσίες αυτές επηρεάζουν το ενδοκρινολογικό και το
αναπαραγωγικό σύστηµα ζωντανών οργανισµών. Η έκθεση θηλαστικών σε
butyl-parabens επηρέασε δυσµενώς την έκκριση τεστοστερόνης και τη
λειτουργία του ανδρικού αναπαραγωγικού συστήµατος, ενώ ανάλογες
µεταγενέστερες έρευνες «ενοχοποιούν» και τα propyl-parabens για τον ίδιο
λόγο. Τα parabens εκδηλώνουν παρόµοιες ιδιότητες και ανάλογη δράση µε
εκείνες των οιστρογόνων και προκαλούν αυξηµένη έκφραση των γονιδίων για
τους υποδοχείς της προγεστερόνης.
Η οιστραδιόλη (3,17β-οιστραδιόλη) είναι η πραγµατική
ορµόνη του θηλυκού φύλου. Αξίζει να σηµειωθεί η ύπαρξη ενός φαινολικού
υδροξυλίου στο µόριό της, ανάλογο µε εκείνο των parabens. Τα οιστρογόνα
είναι ένας σηµαντικός παράγοντας στον οποίο αποδίδεται η πρόκληση
ανάπτυξης και αύξησης της µάζας των καρκινικών κυττάρων του µαστού.
Τα οιστρογόνα που επηρεάζουν είναι τα ενδογενή, αυτά
δηλαδή που παράγονται από τον ίδιο τον οργανισµό. Παράλληλα όµως
υπάρχουν και σοβαρές ανησυχίες σχετικά µε τη συνεχή αύξηση έκθεσης των
ανθρώπων στα εξωγενή οιστρογόνα.
Τα εξωγενή οιστρογόνα είναι ορµόνες ή ουσίες που
έχουν δράση οιστρογόνων αλλά δεν παράγονται από τον ανθρώπινο οργανισµό.
Λαµβάνονται είτε µέσω της τροφής και των λαµβανόµενων φαρµάκων ή λόγω
χρήσης προϊόντων περιποίησης που περιέχουν parabens.
Η δηµοσίευση µελέτης του πανεπιστηµίου του Reading, η
οποία αναφέρει την ύπαρξη συγκεντρώσεων parabens σε νεοπλάσµατα
(όγκους) ανθρώπινου στήθους, τις οποίες µάλιστα συνδέει µε έναν ασθενή
οιστρογονικό χαρακτήρα των ουσιών αυτών, προκάλεσε µεγάλη ανησυχία στο
ευρύ κοινό.
Δεδοµένου ότι όλες οι δοκιµές πραγµατοποιήθηκαν σε
πειραµατόζωα και οι δόσεις που χρησιµοποιήθηκαν ήταν συνεχώς αυξανόµενες
ώστε να προσεγγίσουν τις ανθρώπινες δόσεις, δεν εξάγεται ένα ασφαλές
συµπέρασµα για την ασφάλεια της χρήσης τους.
Η απόκτηση λοιπόν περισσότερων δεδοµένων σχετικά µε
τον κίνδυνο από τη συστηµατική έκθεση του ανθρώπινου οργανισµού στα
parabens είναι απαραίτητη. Μπορούµε όµως να σηµειώσουµε πως η αντίληψη
που κυριαρχούσε ότι η χρήση τους είναι απόλυτα ασφαλής για τον άνθρωπο
έχει σαφώς κλονιστεί.
Επίλογος
Σήµερα έχει αρχίσει µια συζήτηση για τη βελτίωση των
ιδιοτήτων των συντηρητικών των καλλυντικών, αλλά και για την κατανόηση
των µηχανισµών αλληλεπίδρασης που έχουν µε τον ανθρώπινο οργανισµό. Η
µέχρι τώρα αποκτηθείσα γνώση γύρω από το θέµα των συντηρητικών,
θεωρητική και πειραµατική, σε συνδυασµό µε την όλο και αυξανόµενη
οικολογική αντίληψη που παρατηρείται στους καταναλωτές αλλά και στις
εταιρείες παρασκευής καλλυντικών, ανοίγει νέους δρόµους στην έρευνα για
την ασφαλή χρήση συντηρητικών. Σίγουρα όµως η ταύτιση της οµορφιάς µε
την υγεία αποτελεί ένα καλό εφαλτήριο για την παραγωγή ολοένα και πιο
αποτελεσµατικών και ασφαλών συντηρητικών.